- φενακιστικώς
- φενακιστικῶς ΝΑ, και φενακιστικά Νβλ. φενακιστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φενακιστικῶς — φενακιστικός cheating adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακιστικός — ή, ό / φενακιστικός, ή, όν, ΝΑ [φενακίζω] αυτός που φενακίζει, που εξαπατά νεοελλ. αυτός που γίνεται με σκοπό τον φενακισμό ή αυτός που προσιδιάζει στον φενακιστή. επίρρ... φενακιστικώς / φενακιστικῶς ΝΑ, και φενακιστικά Ν με φενακιστικό, απατηλό … Dictionary of Greek